- πλευροπάτωρ
- -ορος, ὁ, Μ(για τον Αδάμ) αυτός που έγινε πατέρας από την πλευρά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. ορφανο-πάτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek